- φυγοδέμνιος
- φῠγο-δέμνιος, ον,A shunning the marriage-bed, of Pallas, AP6.10 (Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυγοδέμνιος — shunning the marriage bed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγοδέμνιος — ον, Α (για την Παλλάδα) αυτός που αποφεύγει την συζυγική κλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + δέμνιος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. φιλο δέμνιος] … Dictionary of Greek
φυγοδέμνιον — φυγοδέμνιος shunning the marriage bed masc/fem acc sg φυγοδέμνιος shunning the marriage bed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγοδέμνιε — φυγοδέμνιος shunning the marriage bed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φυγόδεμνος — ον, ΜΑ φυγοδέμνιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + δεμνος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. στυγό δεμνος] … Dictionary of Greek
φυγόλεκτρος — ον, Α φυγοδέμνιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. Β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + λεκτρος (< λέκτρον «συζυγικό κρεβάτι, γάμος»), πρβλ. μισό λεκτρος] … Dictionary of Greek